Μποργκέζε

Μποργκέζε
(Borghese). Οικογένεια Ιταλών ευγενών που καταγόταν από τη Σιένα. Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη και όφειλε την επιτυχία και τα πλούτη της στον καρδινάλιο Καμίλο Μ., που έγινε πάπας με το όνομα Παύλος E’ (1605-21), και διόρισε τον ανιψιό του Φραντσέσκο στρατηγό του παπικού στρατού στον πόλεμο κατά της Βενετίας, ενώ για τον επίσης ανιψιό του Μαρκαντόνιο πέτυχε από τον Φίλιππο Γ’ της Ισπανίας το πριγκιπάτο της Σουλμόνας και τον τίτλο του Γκράντε της Ισπανίας· έναν τρίτο ανιψιό του, τον Σιπιόνε Καφαρέλι, τον έκανε καρδινάλιο και του πρόσθεσε το επώνυμο Μποργκέζε. Ο Παύλος E’, επιδεικτικός και νεποτιστής, εξωράισε τη Ρώμη με μνημειώδη κτίρια. Στην οικογένεια, στο μέγαρο της οποίας στεγάζεται μια από τις σημαντικότερες ιδιωτικές πινακοθήκες της Ρώμης, ανήκε και ο πρίγκιπας Καμίλο Φιλίπο Λουντοβίκο Μ. (Ρώμη 1775 - Φλωρεντία 1832), που κηρύχθηκε υπέρ της Γαλλικής Επανάστασης ήταν φίλος του Ναπολέοντα και παντρεύτηκε (1803) την ωραιότατη αδελφή του Παολίνα, χήρα του στρατηγού Λεκλέρκ, που την απαθανάτισε με άγαλμά του ο Κανόβα. Το 1806 ο Καμίλο Μ. έγινε αξιωματικός της αυτοκρατορικής φρουράς και δούκας της Γκουαστάλα· μετά το 1806 άσκησε με πολλές ικανότητες το αξίωμα του κυβερνήτη του Πεδεμοντίου. Μετά την πτώση της αυτοκρατορίας χώρισε με τη γυναίκα του και έζησε στη Φλωρεντία μέχρι τον θάνατό του. Η Βίλα Μποργκέζε στη Ρώμη. Στο μικρό αυτό ανάκτορο, έργο του αρχιτέκτονα Τζοβάνι Βαζάντσιο, συγκέντρωσε ο Σιπιόνε Μποργκέζε, στις αρχές του 17ου αι., τις καλλιτεχνικές συλλογές του, οι οποίες αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα της σημερινής Πινακοθήκης Μποργκέζε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βοναπάρτης — (Bonaparte). Εξελληνισμένο όνομα της οικογένειας Μποναπάρ, ιταλικής καταγωγής, πιθανώς από τη Λομβαρδία, που ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία και από τον 16o αι. στο Αιάκειο της Κορσικής. Έγινε διάσημη από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α’ …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • Βονασέρα, Ιωσηφίνα — (Σικελία 1838 – Αθήνα 1927). Ηθοποιός και τραγωδός. Κόρη μουσικού, ήρθε το 1848 στην Ελλάδα, όπου παντρεύτηκε τον Φραγκίσκο Βονασέρα. Έπαιξε το 1862 για πρώτη φορά στο θέατρο Μπούκουρα με μεγάλη επιτυχία τη Λουκρητία Βοργία στο ομώνυμο έργο του… …   Dictionary of Greek

  • Βόνη — I (Bonn). Πόλη (311.900 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας μέχρι την ενοποίηση (1990) και στη συνέχεια διοικητικό κέντρο και έδρα της κυβέρνησης της ενωμένης Γερμανίας μέχρι τη μεταφορά όλων των αρμοδιοτήτων στη νέα… …   Dictionary of Greek

  • Κανόβα, Αντόνιο — (Antonio Canova, Ποσάνιο, Τρεβίζο 1757 – Βενετία 1821). Ιταλός γλύπτης. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της νεοκλασικής γλυπτικής. Η πρώιμη ιδιοφυΐα του διαμορφώθηκε στη Βενετία, σε ένα περιβάλλον στενά συνδεδεμένο με τις αντιλήψεις του… …   Dictionary of Greek

  • Καραβάτζιο, Μικελάντζελο Μερίζι — (Michelangelo Merisi Caravaggio, Μιλάνο 1571 – Πόρτο Έρκολε, Γκροσέτο; 1610). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ανανεωτές της ιταλικής ζωγραφικής. Ήταν γιος του Φέρμο Μερίζι, οικονόμου του μαρκησίου του Καραβάτζιο (περιοχή απ’… …   Dictionary of Greek

  • Κορέτζιο — (Correggio, Κορέτζιο 1489; – 1534). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Αντόνιο Αλέγκρι (Antonio Allegri), το οποίο υιοθέτησε από τον τόπο γέννησής του. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για την αρχή της σταδιοδρομίας του. Αναφέρεται ότι… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνίνι, Τζαν Λορέντσο — (Gian Lorenzo Bernini, Νάπολη 1598 – Ρώμη 1680). Ιταλός αρχιτέκτονας, γλύπτης, ζωγράφος και σκηνογράφος. Είναι, μαζί με τον Μπορομίνι και τον Ρούμπενς ένας από τους μεγάλους δημιουργούς του μπαρόκ. Εκτός από μια σύντομη περίοδο τον πρώτο καιρό… …   Dictionary of Greek

  • Ντομενικίνο — (Domenichino, Μπολόνια 1581 – Νάπολη 1641). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Ντομένικο Ζαμπιέρι (Domenico Zampieri). θεωρείται ένας από τους πιο έγκυρους εκπροσώπους του ρωμαϊκού κλασικισμού. Διαμορφώθηκε στο περιβάλλον του Ανίμπαλε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”